- ολβιόβιος
- ὀλβιόβιος (Α)(ως προσωνυμία τού Ηρακλέους)1. αυτός που παρέχει ευτυχισμένη ζωή, όλβιο βίο2. (κατ' άλλη ερμην.) αυτός που ζει ευτυχισμένη ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + βίος (πρβλ. λιτό-βιος)].
Dictionary of Greek. 2013.